- τριβείο(ν)
- το дробилка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριβείο — το, Ν [τριβεύς] τεχνολ. μηχανή που επιτρέπει μέσω δονητικής ή περιστροφικής κινήσεως και με λειαντικά μέσα τη στίλβωση επιφανειών από μάρμαρο, ξύλο, δέρμα κ.ά. (α. «τριβείο με τύμπανα» β. «τριβείο δίσκου» γ. «τριβείο ταινίας» δ. «τριβείο πλατιάς… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σύρου Πανκυκλαδικό — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου στεγάζεται σε αίθουσες του Δημοτικού Μεγάρου της Ερμούπολης, ενός νεοκλασικού κτιρίου που σχεδιάστηκε από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ. Το μουσείο ιδρύθηκε το 1834 5 και είναι ένα από τα παλαιότερα της… … Dictionary of Greek